- ὑδριᾱφόρος
- ὑδριᾱ-φόρος, das Wassergefäß tragend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδριαφόρος — ον, Α 1. (ιδίως για τις γυναίκες τών μετοίκων κατά την πομπή τών Παναθηναίων) αυτός που μεταφέρει υδρία 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδριαφόροι (κατά τον Ησύχ.) μέτοικοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρία + φόρος*] … Dictionary of Greek
ὑδριαφόρε — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδριαφόροι — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδριαφόρον — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδριαφόρους — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)